Τρίτη 4 Νοεμβρίου 2014



[Θεσσαλονίκη, Εβραίοι 9 * Thessaloniki, Jews 9 ]: parva iudaica thessalonicensia IX


Η Μαρία Βουδούρογλου και ο γιος της Αντώνης κατά την διάρκεια της Κατοχής, έκρυψαν στο σπίτι τους στην Θεσσαλονίκη, εφρόντισαν και διέσωσαν την οικογένεια του Μάρκο και της Ίντα Ασσαέλ, τους γονείς και τα 3 παιδιά τους [Ιωσήφ, Ραχήλ και Σάρα]:  συνολικά 5 άτομα *
Maria Voudouroglou and her son Anthony during the German occupation, hid in their house in Thessaloniki, took care and rescued the family of Marko and Ida Assael, the parents and their three children [Joseph, Rachel and Sarah]: a total of 5 persons.





            Τιμή και Μνήμη Μαρίας Βουδούρογλου και του γιου της Αντώνη





  Κείμενο: Ανδρέα Ασσαέλ, εγγονού, υιού και  ανεψιού  των διασωθέντων                                                                          


Η οικογένεια του πατέρα μου είχε την τιμή...να γνωρίσει προσωπικά τον Αλόις Μπρούνερ. Συγκεκριμένα ο λοχαγός των SS Αλόις Μπρούνερ έμαθε ότι η οικογένεια μας είχε εξαφανιστεί τέλη Απριλίου  από το γκέτο και έστειλε να συλλάβουν τον πατέρα μου στη δουλειά του.
Ο πατέρας μου ήτανε χημικός και δούλευε στο εργοστάσιο του Ξενάκη (περιοχή ΦΙΞ), στη παραγωγή λαδιού - το εργοστάσιο αυτό το είχανε επιτάξει οι Γερμανοί. Εκεί, μια μέρα, έγινε ένα λάθος και οι Γερμανοί αξιωματικοί του Εφοδιασμού, υπέγραψαν ότι πήραν περισσότερο λάδι από ότι πράγματι πήραν. Ο πατέρας μου, τίμιος μια ζωή, δεν συμφώνησε να το πουλήσουν στη μαύρη αγορά και ειδοποίησε τους αξιωματικούς Μίνζινγκερ [Minsinger] και Κούκουκ [Kuckuk], οι οποίοι  ήρθαν και πήραν αυτό που είχαν ξεχάσει. Αυτοί όμως ήτανε έντιμοι και, καθώς  το λάθος τους αυτό ίσως να τους είχε στείλει  στο ανατολικό μέτωπο, δεν ξέχασαν εκείνη τη συμπεριφορά του πατέρα μου.
Όταν έγινε η Πλατεία Ελευθερίας στις 11.7.42 ο πατέρας μου ξυλοκοπήθηκε από τον προδότη Λάσκαρη Παπαναούμ, τον πήγε με τις κλοτσιές να εγγραφεί πρώτος στα καταναγκαστικά έργα και να τον ξεκάνουνε πρώτο. Όταν τον είδαν την άλλη μέρα στο εργοστάσιο οι δύο Γερμανοί με πρησμένα τα μάτια και μάθανε τον λόγο, του είπανε ότι δεν θα επιτρέψουνε να συμβεί αυτό και τον στείλανε στο Μέγαρο Κονιόρδου για να πάρει το μοναδικό, μάλλον, χαρτί που δόθηκε σε Εβραίο στη Θεσσαλονίκη, ότι δηλαδή εξαιρείται από τις κυρώσεις κατά των Εβραίων και από τα κάτεργα, διότι είναι Βιρτσαφτσβιχτιγ [wirtschaftswichtig] δηλ. απαραίτητος για την οικονομία. Το έγγραφο αυτό ήταν ένα  χαρτί υπογεγραμμένο από τον Μέρτεν!
Με συνοδεία Εβραίων πολιτοφυλάκων φέρνουν τον πατέρα μου μπροστά στον Μπρούνερ. Εκείνος μόλις τον βλέπει του τραβάει μια γροθιά με  ένα βαρύ δαχτυλίδι που φορούσε και φωνάζει. «Πως τολμάς Εβραίε να παρουσιάζεσαι μπροστά μου χωρίς αστέρι;».  Οι πολιτοφύλακες τον πάνε στη Κοινότητα, του φορούν αστέρι και ξανά πίσω στον Μπρούνερ. «Πού πήγαν οι δικοί σου;» ουρλιάζει ο Μπρούνερ και τα χαστούκια και οι μπουνιές στον πατέρα μου, πέφτουνε βροχή. Ο καημένος ο πατέρας μου ήξερε ότι ο Μανώλης Κονιόρδος τους είχε πάει κάπου, άλλα δεν ήξερε που και τότε του έρχεται η ιδέα να… ΑΠΕΙΛΗΣΕΙ τον Μπρούνερ. Σηκώνεται από τη καρέκλα, βγάζει το χαρτί του Μέρτεν και του λέει σε άψογα γερμανικά. «Εσείς με χτυπάτε εδώ, αλλά εγώ είμαι υπεύθυνος για την παράγωγη 50 τόνων λαδιού που τώρα  θα χαλάσει, εάν δεν με πιστεύετε τηλεφωνήστε στους Γερμανούς Μίνζινγκερ και Κούκουκ».  Ο Μπρούνερ τηλεφωνεί. Οι δυο έντιμοι Γερμανοί εξηγούν στο τέρας ότι ο πατέρας μου είναι τίμιος και απολύτως απαραίτητος στο εργοστάσιο. Ο Μπρούνερ γυρνάει στο πατέρα μου και του λέει. «Δεν ξέρω πως το πήρες αυτό το χαρτί Εβραίε, θα πας τώρα στο εργοστάσιο να δουλέψεις και αύριο το πρωί θα έρθεις εδώ με τους δικούς σου και θα σας δώσω ένα χαρτί να παραμείνετε στη Θεσσαλονίκη. Έχεις το λόγο μου, τον λόγο ενός Γερμανού αξιωματικού.». Ο πατέρας μου έφυγε τροχάδην, πήγε στο εργοστάσιο  και από εκεί τηλεφώνησε στον Μανώλη Κονιόρδο και τον ενημέρωσε. Το βράδυ συναντήθηκαν οι τρεις τους: ο πατέρας μου, ο Μανώλης και ο παππούς μου. Ο πατέρας μου και ο παππούς μου πίστευαν ότι το χαρτί του Μέρτεν ήτανε δυνατό και η παρουσία στο εργοστάσιο απαραίτητη και δεν ήθελαν να χάσουν την ευκαιρία που πρόσφερε ο Μπρούνερ. Ο Μανώλης έγινε έξω φρενών. «Αυτοί δεν έχουνε λόγο» φώναζε «είναι δολοφόνοι, εάν πάτε εκεί δεν θα ξαναβγείτε. Πιστέψτε με, ξέρω τι λέω.». Όμως ο πατέρας μου και ο παππούς μου αποφασίζουν να πάνε στον Μπρούνερ, με την ελπίδα ότι θα τους δώσει το χαρτί που υποσχέθηκε.
1 Μαΐου 1943: η μεγαλύτερη βλακεία της οικογένειας Ασσαέλ. Πρωτομαγιά και οι 5 Ασσαέλ βαδίζουν με το αστέρι προς την οδό Βελισσαρίου. Ο πατέρας μου ζήλευε τους νέους που με τα σακίδια πήγαιναν εκδρομή, στο παρελθόν πάντα πήγαινε και αυτός, φτάνουν στην σιδερένια πόρτα και χτυπάνε, μια αγριοφωνάρα λέει: «Heute ist der 1 Mai und das Geschaeft hat zu. -Σήμερα είναι Πρωτομαγιά και το μαγαζί είναι κλειστό. - Μα έχουμε ραντεβού με τον κύριο Μπρούνερ.». Η πόρτα ανοίγει διάπλατα, ο σκοπός βγαίνει με χαμόγελο και λέει. «Α! Οι Ασσαέλ, κάποιος θα καταχαρεί που θα σας δει, όλοι στον τοίχο και μην κουνηθεί κανείς.». Δυο ώρες περιμένανε εκεί...ξαφνικά ανοίγει η πόρτα, βγαίνει ένας έξαλλος Μπρούνερ με ένα μαστίγιο και αρχίζει να χτυπάει τον παππού μου στο πρόσωπο,  φωνάζοντας. «Εβραίε νόμιζες ότι είσαι έξυπνος ε..». Ξαφνικά κατάλαβαν όλοι ποια ήταν η αξία του λόγου ενός Γερμανού αξιωματικού. Ο παππούς μου πεσμένος στο πάτωμα με ματωμένο πρόσωπο και ο πατέρας μου σκεπτόμενος τι βλακεία είχε κάνει. Εκείνη τη στιγμή χτυπάει το τηλέφωνο, ήτανε 10 η ώρα και όπως είχε συμφωνηθεί οι έντιμοι Γερμανοί Μινζινγκερ και Κουκουκ τηλεφώνησαν για να πουν ότι υπάρχει πρόβλημα στη παραγωγή του εργοστασίου. Ο Μπρούνερ γυρνά στον πατέρα μου και λέει: «Εσύ στο εργοστάσιο...οι άλλοι εδώ». «Δεν πάω πουθενά, μαζί ήρθαμε και μαζί θα φύγουμε και αύριο θα ξαναέρθουμε για να μας δώσετε το χαρτί που μας υποσχεθήκατε». Ο Μπρούνερ εντυπωσιάστηκε από το θάρρος του πατέρα μου και τα άψογα γερμανικά του, το ξανασκέφτηκε και λέει: «Δρόμο όλοι και αύριο στις 8 εδώ, θα σας έχω έτοιμα τα χαρτιά.».
Στα τέσσερα φύγανε όλοι τους από την οδό Βελισσαρίου και ο πατέρας μου τηλεφώνησε από το εργοστάσιο στο Μανώλη Κονιόρδο, που του έλεγε ξανά και ξανά,,  «δεν στα έλεγα...ο Θεός σας φύλαξε και βγήκατε από εκεί μέσα». Το βράδυ 5 φιγούρες, φορώντας τετραπλά ρούχα πηγαίνουν στο σημείο που είχαν συμφωνήσει με τον Μανώλη. Αυτός τους οδηγεί σε ένα σπίτι στη περιοχή της σημερινής Νομαρχίας και χτυπάει την πόρτα. Μια άγνωστη μαυροφορεμένη γυναίκα, η Μαρία Βουδούρογλου, τους ανοίγει με χαμόγελο την πόρτα και τους καλωσορίζει. Στο σπίτι έμενε με τον γιο της τον Αντώνη, έναν άντρα γύρω στα 30,  που ήτανε κουρέας, Η Μαρία ήτανε πρόσφυγας από την Μικρά Ασία και νέα είχε χάσει τον άντρα της, τον είχαν σκοτώσει μπροστά της  οι Τούρκοι. Δούλευε οικονόμος στη βρετανική Πρεσβεία στο Μέγαρο Κονιόρδου και από εκεί την ήξερε ο Μανώλης.
Με τα λεφτά που έπαιρνε η Μαρία από την αγγλική Πρεσβεία είχε κάνει οικονομίες και αγόρασε το σπίτι αυτό, το οποίο είχε κτίσει ένας παπάς. Το ισόγειο το νοίκιαζε στη κυρία Αντιγόνη και τα δυο μεγάλα αγόρια της. Όταν μπήκαν οι Γερμανοί συνέλαβαν  την Μαρία και την ανέκριναν πολλές ώρες για να πάρουν πληροφορίες για την αγγλική Πρεσβεία. Η κυρία Μαρία υπέστη βασανιστήρια από τους ναζί, την χτυπήσανε με μπουνιές στο πρόσωπο και της σπάσανε  την μύτη, η οποία είχε μείνει στραβή. Έτσι δημιουργήθηκε μέσα της ένα μεγάλο μίσος για τους ναζί και με χαρά άνοιγε το σπίτι της για να φιλοξενήσει αποκομμένους Άγγλους στρατιωτικούς, φυσικά  με κίνδυνο της ζωής της. Ο Μανώλης παρόλο που ήτανε γόνος μεγάλης αστικής οικογένειας, παρά την υψηλή κοινωνική του θέση δεν ησύχασε, κάθε άλλο: στο σπίτι του, στα Κονιορδέικα, έκρυβε στο πλυσταριό μέχρι και 5 Άγγλους και μάλιστα όλα αυτά κρυφά από τους υπόλοιπους Κονιόρδους. «Μια εβδομάδα κρύψε τους Μαρία και θα έρθω να τους πάω αλλού, είπε ο Μανώλης στη Μαρία». Η Μαρία συμπάθησε αμέσως τον παππού μου τον Μάρκο, ο οποίος ήτανε ένας ψηλός άνδρας με πολύ χιούμορ -  ένα καλό πειραχτήρι και πάντα έφερνε κέφι η παρουσία του. Ο παππούς μου προέβλεψε την καταστροφή 6 μήνες πιο πριν και είχε την πρόνοια να πουλήσει  το εμπόρευμα του. Έτσι έκανε 150 χρυσές λίρες- με μία χρυσή λίρα μπορούσανε να ζήσουνε και οι 7 μαζί μια ολόκληρη εβδομάδα, τρώγοντας φυσικά φασόλια, φακές και τα παρόμοια. Ξέρανε ότι με τις 150 λίρες θα την βγάζανε 2 με 2,5 χρόνια κρυμμένοι. Η Μαρία συμπάθησε όλη την οικογένεια γρήγορα και ο γιος της ο Αντώνης το ίδιο, έτσι όταν πλησίασε η ημέρα για να φύγουνε και ήρθε ο Μανώλης να τους πάρει, η Μαρία είπε ότι αποφάσισε να μοιραστεί την τύχη της με αυτή της οικογένειας Ασσαέλ.
Η Μαρία όπως είπα,  είχε ένα γιο τον Αντώνη που ζούσε μαζί της και τον φώναζε Αντωνάκη, παρόλο που ήτανε γύρω στα 30 και μια κόρη την Μαίρη, η οποία ήτανε παντρεμένη και είχε ένα αγοράκι, μωρό. Ο Αντώνης, ένας ήσυχος αξιοπρεπέστατος νέος άνδρας, ήτανε κουρέας και είχε μόνο ένα κουσούρι: έπινε, μέρα παρά μέρα πήγαινε σε ένα καφενείο που ακόμα υπάρχει, είναι το καφενείο πάνω στην Όλγας μόλις περάσεις το Ντεπό πριν την Νομαρχία αριστερά - πρόσφατα έπεσε η σκεπή του, δίπλα σε ένα παλιό σπίτι. Κάθε φορά που πήγαινε ο Αντώνης εκεί, οι δικοί μου τρέμανε μην τυχόν πιει παραπάνω και του ξεφύγει τίποτα. Ευτυχώς όμως ο Αντώνης κράτησε το μυστικό. Η Μαρία δεν ήθελε ούτε η κόρη της η Μαίρη να ξέρει τίποτα: ένα μυστικό δεν είναι μυστικό όταν το ξέρουν και άλλοι, έλεγε. Η Μαρία αποδείχθηκε σοφή, κράτησε όλες τις προφυλάξεις για να μην μάθει κανείς τίποτα. Κάθε δυο μήνες έστελνε τους δικούς μου αλλού και έκανε ένα  ψευτο-πάρτυ με τις κουτσομπόλες της γειτονιάς, ψώνιζε τα τρόφιμα από 3 και 4 μπακάληδες για να μην φανεί ότι αγοράζει για περισσότερους. Έφτιαξε μια κρύπτη μέσα στο σπίτι, στην περίπτωση που θα μπαίνανε κάποιοι, η κρύπτη αυτή ήταν πολύ έξυπνη: σε μια γωνιά του σπιτιού υπήρχε μια αποθήκη, εκεί βάλανε ένα κρεβάτι και από επάνω τοποθέτησαν τα κάρβουνα. Σε περίπτωση κίνδυνου 2 μεγάλοι και 3 μεγάλα παιδιά τρύπωναν από κάτω και έκλειναν την είσοδο της κρυψώνας με ένα κουτί κάρβουνα.
Οι δικοί μου κάνανε συχνά πρόβες για να μειώσουν τον χρόνο που χρειαζόντανε για να μπούνε κάτω από το κρεβάτι με τα κάρβουνα  και η Μαρία γελούσε, βλέποντας τους κάθε φορά μουτζουρωμένους από τα κάρβουνα.

Η πρώτη ήμερα στο σπίτι της Μαρίας πέρασε ήσυχα, την άλλη μέρα βγήκανε οι εφημερίδες με τίτλο: εβραίικη οικογένεια κρύβεται ανάμεσα μας, όποιος την κρύβει θα τουφεκιστεί. Η Μαρία δεν σκοτίστηκε για την απειλή, τόσους και τόσους Άγγλους είχε κρύψει. Είχε μια μόνιμη έννοια, μήπως τα σκυλιά των Γερμανών προδώσουν το σπίτι της. Είχε συμφωνηθεί, όταν έλειπε η Μαρία, οι δικοί μου να μην κουνιούνται, διότι από κάτω η κυρία Αντιγόνη θα καταλάβαινε ότι κάποιοι είναι στο σπίτι. Έτσι ούτε τουαλέτα πήγαιναν, ούτε βρύση ανοίγανε - .καθόντουσαν ακίνητοι και περίμεναν πότε θα γυρίσει η Μαρία, ο φύλακας Άγγελος. Ο καιρός περνούσε και μια μέρα ακούγονται δυνατά χτυπήματα στη πόρτα και γερμανικές φωνές ανακατωμένες με ελληνικές. Έντρομοι οι δικοί μου πήγαν κάτω από το κρεβάτι με τα κάρβουνα και από μια χαραμάδα ο πατέρας μου έβλεπε και άκουγε. Η Μαρία άνοιξε την πόρτα: δυο Γερμανοί και ένας Έλληνας συνεργάτης όρμισαν μέσα. Ήθελαν να επιτάξουν το σπίτι, αλλά ευτυχώς δεν τους έκανε το μπάνιο και έφυγαν.
Η ζωή των 5 κρυμμένων και των δυο προστατών τους μπήκε σε μια ρουτίνα, η γιαγιά μου η Ίντα και τα δυο κορίτσια η Λουλού και η Ζανίν κάνανε τις δουλειές  του σπιτιού, η κυρία Μαρία πήγαινε για ψώνια και είχε γενικά τις εξωτερικές υποχρεώσεις, ο Αντώνης πήγαινε στο κουρείο του, ο παππούς μου ο Μάρκος και ο πατέρας μου ο Φρέντυ βοηθούσανε παντού: κάνανε επιδιορθώσεις, συντηρούσανε το σπίτι κ.λ.π. Τα χρήματα του ο παππούς, τις 150 χρυσές λίρες, τις είχε δώσει στο Μανώλη και αυτός δυο φορές την εβδομάδα ερχότανε και τους έβλεπε και η αγάπη μεταξύ αυτού και της Λουλούς μεγάλωνε με τις μέρες. Η Μαρία ήτανε θρησκευόμενη γυναίκα και το καντήλι της ήτανε πάντα αναμμένο. Μια μέρα συμφώνησαν με τον Μανώλη ότι οι κρυμμένοι θα έπρεπε για λίγες ημέρες να αλλάξουν κρησφύγετο για να καλέσει η Μαρία την γειτονιά στο σπίτι της. Λίγο πριν αρχίσει η απαγόρευση της κυκλοφορίας οι έξι μαζί βαδίζουν προς την Χαριλάου. Εκεί μπροστά σε ένα φτωχικό σπίτι σταματά η Μαρία, ανοίγει η πόρτα και ένας μελαχρινός άνδρας ακολουθούμενος από μια γυναίκα τους καλωσορίζει Είναι ο Ιωσήφ Χαλεπλής με την αδελφή του την Μαρίκα. Μια κρύπτη ανοίγει και μια σκαλίτσα κατεβαίνει στο υπόγειο, ένα πολύ φτωχικό περιβάλλον, που για φρίκη των δικών μου ήτανε γεμάτο ψείρες. Από μια γωνιά ξεπροβάλει ένας άνδρας και τους λέει στα αγγλικά....Γουέλκαμ...είμαι ο Πήτερ και λαχταρώ μια καινούργια συντροφιά. Ήτανε μελαψός και έμοιαζε πιο πολύ  Έλληνας παρά αποκομμένος Άγγλος στρατιώτης. Ο Πήτερ ήτανε καλαμπουρτζής και τρομερά ριψοκίνδυνος. Του άρεσε κάθε βράδυ, πριν την απαγόρευση, να βγαίνει έξω, να ψάχνει Γερμανούς στρατιώτες και να τους τρομάζει. Τους πλησίαζε από πίσω και τους φώναζε δυνατά ...Χάιλ Χίτλερ...Η έκφραση και ο φόβος της γρήγορης ανταπόδοσης του χαιρετισμού από τον Γερμανό του έφτιαχνε το κέφι αφάνταστα. Όταν οι δικοί μου καταλάβανε με τι τρελό τους κλείσανε μαζί, τους έπιασε απελπισία.....
Ο πατέρας μου και ο παππούς μου αποφασίζουν να μιλήσουν στον Ιωσήφ για τις τρέλες του Πήτερ. Ο Ιωσήφ ακούει όλο τον προβληματισμό τους και λέει. «Μην φοβάστε, εάν μας πιάσουν θα μας στήσουν στο τοίχο και, ΜΠΑΜ και κάτω.». Οι δικοί μου άσπρισαν και με μια φωνή του λένε: Μα αυτό δεν θέλουμε Ιωσήφ, το ΜΠΑΜ και κάτω. Ο Πήτερ ενθουσιάστηκε με την καινούργια του παρέα και τώρα ενδιαφερότανε περισσότερο για τη Λουλού παρά για το παιχνίδι του με τους Γερμανούς. Όλοι τους κάνανε εντατικά μαθήματα αγγλικών και ο Πήτερ αποδείχθηκε καλός δάσκαλος. Ένα πρωί ο τολμηρός Ιωσήφ ζητάει από ένα γαλατά να του δώσει το γάλα που χρειάζονταν για 8 άτομα. Ο γαλατάς γυρνάει και του λέει ειρωνικά, «Τι το θες τόσο γάλα, έμεινε έγκυος η αδελφή σου;  Ο Ιωσήφ γίνεται θεριό, τον πλακώνει κάτω, ο γαλατάς αρχίζει τις φωνές και το βάζει στα πόδια. Όποιον έβλεπε στο δρόμο ο γαλατάς του φώναζε και έλεγε τι του έκανε ο Ιωσήφ. Δυο άγνωστοι κύριοι ενδιαφέρθηκαν για λεπτομέρειες της ιστορίας με τον Ιωσήφ.
 Οι ήμερες περνάνε και το τέλος της διαμονής των δικών μου στον Ιωσήφ πλησιάζει. Το πρωί της τελευταίας μέρας ένας κατάχλωμος Πήτερ λέει στους δικούς μου. «Μην φύγετε, γιατί ονειρεύτηκα ότι ήρθανε οι Γερμανοί στη Μαρία και σας πιάσανε». Αυτό εκείνη την εποχή ακούγεται σαν βόμβα, γιατί οι κρυμμένοι ζούσανε με τη συνεχή αγωνία της κάθε ημέρας. Αμέσως αρχίζουν οι διαβουλεύσεις  - τι έπρεπε να κάνουν. Ξαφνικά ανοίγει η πόρτα και μπαίνει η κυρία Μαρία, τα ακούει όλα και λέει στον Πήτερ. «Πήτερ, μήπως η παρέα των παιδιών σου άρεσε τόσο και αυτά τα σκέφτηκες;».  «Όχι όχι, ορκίζονταν ο Πήτερ, το είδα το όνειρο», επέμενε. Η Μαρία γυρνάει και λέει σε όλους. «Το όνειρο έτσι και αλλιώς δεν ισχύει διότι θα πάμε σε καινούργιο σπίτι, στη Καλαμαριά.». Ο Παππούς μου λέει: «Μαρία, εμείς θα κάνουμε ότι πεις εσύ.». Οι έξι περπατάνε νευρικά προς την άγνωστη κατεύθυνση και ξαφνικά διαπιστώνουν ότι βρίσκονται μπροστά στο σπίτι της Μαρίας. Οι δικοί μου την κοιτάνε  με έκπληξη και αυτή λέει: «επίτηδες το είπα για να μην ξέρει κάνεις που πάμε.». Το άλλοι πρωί η Μαρία γυρνάει μετά από τα ψώνια  ωχρή σαν πεθαμένη, στα χέρια της η Νέα Ευρώπη. Στην πρώτη σελίδα έγραφε με μεγάλα γράμματα. Τουφεκίστηκε ο Ιωσήφ Χαλεπλής και η αδελφή του Μαρίκα, διότι έκρυβαν έναν Άγγλο.
Ο Αρχάγγελος φύλακας, ο Μανώλης Κονιόρδος, συνέχιζε την δραστηριότητα του κρύβοντας Άγγλους, καθημερινώς περνούσε μπροστά από το σπίτι και η Λουλού το ήξερε και κοιτιόντουσαν λίγο από το παράθυρο. Δυο φορές την εβδομάδα συνήθως ερχότανε επίσκεψη στο σπίτι και έφερνε  χρήματα για τα τρόφιμα, άλλαζε τις λίρες σε δραχμές στην μαύρη και τα έφερνε, διότι με λίρες απευθείας δεν μπορούσες να αγοράσεις. Μια μέρα λοιπόν ο Μανώλης βρίσκει άσκημο μπελά. Είχε κρύψει ένα όμορφο Άγγλο σε ένα σπίτι που υπήρχε και κόρη. Ο Άγγλος τα έφτιαξε με την κόρη και όλα ήτανε καλά, μέχρι που τον Άγγλο τον ερωτεύτηκε και η κόρη της γειτόνισσας. Ο Άγγλος τα έφτιαξε και με αυτήν και ζούσε ευτυχισμένος με το ελληνικό του χαρέμι. Μια μέρα οι δυο νύφες καταλαβαίνουν τι γίνεται και αρχίζει στην αυλή ένας καβγάς, με ουρλιαχτά, ανάμεσα στις δυο γυναίκες. Είναι δικός μου, όχι δικός μου, περνάει και ένας κύριος με καμπαρτίνα και καπελάκι, ακούει τον καβγά και πλακώνουνε οι ναζί. Ο Δον Ζουάν  για να σώσει την ομορφιά του κελάηδησε σαν καρδερίνα και τα είπε όλα. Η οικογένεια που τον έκρυβε, σίγουρα θα είχε την τύχη του Ιωσήφ, αλλά αυτός που τώρα έγινε υπ’ αριθμόν  ένα  καταζητούμενος είναι ο Μανώλης, όντας γνωστό πρόσωπο, όλοι οι χαφιέδες ήταν από πίσω του, αναγκάστηκε να πάει στη νότια Ελλάδα για να κρυφτεί από τους Γερμανούς. Αυτό όμως είχε φοβερό αντίκτυπο για τους κρυμμένους 5 Ασσαέλ, καθώς ο Μανώλης είχε τις λίρες του παππού μου και ήτανε ο δυνατός σύνδεσμος με τον κόσμο έξω - όλα αυτά χάνονται με μιας: δίχως λεφτά οι μέρες μετριούνταν με τα δάχτυλα του ενός χεριού.
Μια μέρα χτυπάει η εξώπορτα και μπροστά της στέκεται ένας άγνωστος. Η Μαρία δεν ανοίγει και τον ρωτάει τι θέλει. «Με στέλνει ο Μανώλης» απαντάει αυτός. Οι δικοί μου γνωρίζοντας ότι ο Μανώλης είχε διαφύγει στη νότια Ελλάδα, τρυπώνουν κάτω από το κρεβάτι με τα κάρβουνα, άλλη λύση δεν είχανε. Ο άγνωστος μπαίνει μέσα και λέει: «Μου τα έδωσε ο Μανώλης, να σας τα φέρω». Βάζει το χέρι στη τσέπη και δίνει τις εκατόν τόσες λίρες που είχαν απομείνει. «Να είστε καλά» λέει, «ο Μανώλης σας σκέφτεται πολύ» και όπως ήρθε γυρνάει και φεύγει. Πανευτυχείς όλοι τους, διότι με αυτά τα χρήματα θα μπορούσαν να επιζήσουν, όμως αντιμετωπίζουν ένα καινούργιο πρόβλημα,  καθώς οι συναλλαγές με εγγλέζικες λίρες ήτανε φυσικά απαγορευμένες. Η Μαρία, σαν φτωχή γυναίκα, δεν είχε επαφές με λίρες και της ήτανε αδύνατο να τις χαλάσει. Τότε έρχεται στη σκέψη του παππού μου ο δικηγόρος Μποζάνης. Ο θείος του πατέρα μου, ο Ενρί Καπουάνο, αδελφός της μητέρας του, προπολεμικά είχε παντρευτεί μια Χριστιανή, την Λόλα την Μποζάνη και ήτανε ένα πολύ ευτυχισμένο ζευγάρι παρά τις αντιδράσεις της τότε κοινωνίας. Αποφασίζουν να στείλουνε κάποιον που να γνωρίζει τον πατέρα της Λόλας, πολύ γνωστό δικηγόρο της πόλης, άνδρας δεν τίθεται θέμα να πάει, αυτούς τους ελέγχουνε, ο κλήρος ρίχνεται  μεταξύ της Λουλούς και της Ζανίν, αποφασίζεται να σταλεί η Ζανίν, η λιγότερη όμορφη αδελφή, διότι η Λουλού θα κινούσε το ενδιαφέρον με την ομορφιά της. Ένα πρωί λοιπόν η Ζανίν, ντύνεται σαν χωριάτισσα και βγαίνει στο δρόμο, ντύνεται άσχημα, φοράει και ένα μαντίλι μην τυχόν και την αναγνωρίσει κανείς γνωστός. Οι Μποζάνη μένανε επί της Όλγας, κάπου μετά την βίλα Ίντα, συζητήθηκε  ακριβώς ποιο δρόμο θα έπρεπε να ακολουθήσει: θα έπρεπε να ακολουθήσει μη κεντρικούς δρόμους, με δυνατότητα διαφυγής εάν δει μπλόκο μπροστά της. Η Ζανίν βγαίνει, έχει τρεις ώρες μέχρι την λήξη της κυκλοφορίας. Φθάνοντας στην Ανάληψη δεν αντέχει στο πειρασμό και πηγαίνει επί της Όλγας για να δει το πατρικό της σπίτι. Η πόρτα ήτανε ορθάνοιχτη, κάτω σκισμένα - πετάμενα διάφορα βιβλία, ανεβαίνει στο πρώτο πάτωμα από την μαρμάρινη εσωτερική σκάλα και βλέπει δυο άγριες φάτσες να προσπαθούνε να σπάσουνε το νεροχύτη της κουζίνας. Την πνίγει η οργή, της έρχεται να φωνάξει βοήθεια, αλλά το βάζει στα πόδια βλέποντας ότι έγινε αντιληπτή. Φεύγει με βουρκωμένα μάτια, μπροστά της βλέπει Πεταλάδες (Γερμανοί στρατονόμοι) με Έλληνες αστυνόμους να κάνουνε έλεγχο, την πιάνει πανικός. Η Ζανίν κάνει στροφή 180 μοιρών και προχωρεί με βήμα σιγανό, απομακρύνεται από το μπλόκο, στη πρώτη γωνιά στρίβει στον επόμενο δρόμο και αρχίζει να τρέχει ....τρέχει, χωρίς σταματημό και σταματάει μπροστά στο σπίτι της Μαρίας. Της ανοίγουν και όλοι πέφτουνε επάνω της να μάθουν τι συνέβη…  «απέτυχα, απέτυχα»... έλεγε με λυγμούς η Ζανίν... «πήγα στο σπίτι μας δεν άντεξα, μας έχουν κλέψει τα πάντα, ως και τα παράθυρα, βγάζανε τον νεροχύτη μας όταν μπήκα.». Σιγή και στεναχώρια από τους ακροατές της. «Ζανίν θα ξαναδοκιμάσεις αύριο», λέει ο πάππους μου. Η Ζανίν αυτή την φορά περπατάει, χωρίς να σταματήσει, μέχρι την είσοδο των Μποζάνη. Χτυπάει την πόρτα , η κύρια Μποζάνη ανοίγει. «Ζανίν»....φωνάζει... «Ζεις; Οι άλλοι που είναι;».  Μέσα σε δυο λεπτά η Ζανίν καθότανε σε ένα καλοστρωμένο τραπέζι με φαγητά και φρούτα, ακολουθεί ένα υπέροχο γλυκό με καφέ. Ανταλλάσουνε πληροφορίες  για τους συγγενείς - χωρίς φυσικά η Ζανίν να αποκαλύψει την κρυψώνα - και ο Αλέκος Μποζάνης της είπε ότι θα φροντίζει για την ρευστοποίηση των λιρών. Ανοίγει το πορτοφόλι του και της δίνει ότι είχε μέσα, μέχρι να αλλάξει τις λίρες. Η Ζανίν φεύγει ικανοποιημένη, για πρώτη φοράει μετά από πολύ καιρό είχε φάει τόσο καλά και μια αισιοδοξία είχε απλωθεί επάνω της.
Η γιαγιά μου, η Ίντα κατάγονταν από καλή αστική οικογένεια, τους Καπουάνο, η σχέση της με την Εβραίικη θρησκεία ήτανε πολύ περιορισμένη, και στα τρία τα παιδιά της άλλαξε τα βιβλικά τους ονόματα σε δυτικά: ο πατέρας μου Ιωσήφ έγινε Φρέντυ, η Ραχήλ έγινε Λουλού και η Σάρα έγινε Ζανίν. Η Ίντα ήτανε μια καλή γυναίκα που λάτρευε τα παιδιά της - ιδίως το αγόρι της, τον πατέρα μου, το οποίο το είχε για θεό.  Ένα βράδυ λοιπόν, ενώ κοιμόντουσαν όλοι, άκουσε θόρυβο στη κουζίνα, εκεί ακριβώς που ξάπλωναν τα 3 παιδιά και πήγε να δει ποιος είχε ξυπνήσει. Με μεγάλη της έκπληξη είδε μια σιλουέτα στα άσπρα να κοιτάει τα παιδιά της, «Ποια είστε και τι θέλετε;», την ρώτησε. Η άγνωστη γυναίκα γυρίζει και της λέει. «Μην φοβάσαι θα σας σώσω, έχω και εγώ ένα μωρό» και της δείχνει ένα αγοράκι. Η γιαγιά μου πάτησε τις φωνές, ξυπνήσανε όλοι και η Μαρία σταυροκοπιόντανε με τις ώρες. Η συνάντηση αυτή μπορεί να ήτανε ένα όνειρο, μπορεί να ήτανε επιρροή από την θρησκευόμενη Μαρία - κάποιος είπε ότι η Ίντα ήθελε να εμψυχώσει την Μαρία - μπορεί να ήτανε και το νερό που βλέπει ο διψασμένος στην έρημο, πάντως σίγουρα δεν ήτανε  πονηριά της γιαγιάς μου – η οποία μέχρι που πέθανε ορκιζότανε, ότι η ξένη γυναίκα είχε μπει στο σπίτι .
Οι μήνες περνάνε και η Μαρία έπρεπε να καλέσει πάλι την γειτονιά στο σπίτι της για να δείξει πως όλα είναι εντάξει....Αλλά που να τους πάει; Οι κρυψώνες λιγοστεύουν, αποφάσισε να τους πάει στην Κατίνα, στην Καλαμαριά. Οι έξι περπατούνε γρήγορα και σταματούνε σε μια παράγκα, σε μια φτωχική συνοικία, εκεί έμενε η Κατίνα, μια όμορφη γυναίκα, που είχε χωρίσει από ένα μέθυσο και βάναυσο άνδρα. Είχε μια κρύπτη - κάτι σαν υπόγειο - και εκεί έβαλε τους 3: τον πατέρα μου, τον παππού μου και την γιαγιά μου ενώ στην Ζανίν και στην Λουλού  έδωσε χωριάτικα ονόματα και τις παρουσίασε σαν τις ανιψιές της από το χωριό. Έτσι η φτωχογειτονιά ερχότανε και ρωτούσε τις θείες μου για την κατάσταση εκεί, τι τρόφιμα είχαν στο χωριό τους...και αυτές δίνανε πολλές πληροφορίες. Ένα πράγμα τρέμανε όλοι, μην πλακώσει ο μέθυσος πρώην άνδρας της Κατίνας. Ένα βράδυ έγινε το κακό. Οι τρεις δικοί μου στην κρύπτη, τα κορίτσια πήραν δρόμο από τη πίσω πόρτα, η μπροστινή σπάζει, μπαίνει εκείνος μεθυσμένος και αρχίζει να χτυπάει την Κατίνα και να την βρίζει. Έντρομοι οι κρυμμένοι μην τυχόν πλακώσει η αστυνομία, παρακολουθούν τα χτυπήματα που πέφτουν βροχή πάνω στην άτυχη γυναίκα. Κάποια στιγμή ανοίγει η κρύπτη και μια Κατίνα μέσα στα αίματα τους χαμογελάει. «Βγείτε,  έφυγε.».
Φθινόπωρο 1944, όλα δείχνουνε ότι οι Γερμανοί θα φύγουν, μιλάνε για ανατινάξεις, ο κόσμος αρχίζει το πλιάτσικο, οι Γερμανοί σπανίζουν στους δρόμους, οι δικοί μου αρχίζουν να γεμίζουνε με όνειρα ελευθερίας. Η Λουλού περίμενε να ξαναδεί τον Μανώλη, και βαθειά στη καρδιά της ήλπιζε να την ζητήσει και να τον παντρευτεί. Ο πατέρας μου είχε μια μεγάλη αγάπη, την Λόλα Π., της είχε δώσει δαχτυλίδι  με το μονόγραμμα του πριν κρυφτεί και της έστελνε, κρυφά με την Μαρία, ερωτικά γράμματα - αυτό ήτανε  θέμα πολλών καβγάδων με τον παππού μου, που φοβότανε μήπως τα γράμματα τους προδώσουνε. Ο παππούς μου σκεφτότανε ότι με τις λίρες που απομείνανε θα ξανάρχιζε την δουλειά του.
Ξαφνικά, κοντακιές πέφτουνε βροχή στην εξώπορτα και μια άγρια φωνή στα Ελληνικά ουρλιάζει: «Ανοίξτε, ξέρουμε ότι εδώ κρύβονται Εβραίοι.».
Η Μαρία κατατρομαγμένη κοιτάει από το παράθυρο και βλέπει 3 αξύριστους, κουρελιασμένους, ένοπλους να βαράνε την πόρτα. «Ανοίξτε εν ονόματι του Λαϊκού Στρατού, ξέρουμε ότι κρύβεις Εβραίους, δεν θα τους πειράξουμε, θέλουμε τα λεφτά τους για τον αγώνα.». Μόλις τα ακούει αυτά η Μαρία φωνάζει στους δικούς μου. «Δρόμο, θα τους καθυστερήσω. - Δεν ντρέπεστε Έλληνες να φέρεστε έτσι; Εσάς περιμέναμε να μας ελευθερώσετε;». Άνοιξε γιατί θα σπάσουμε την πόρτα, επέμεναν οι αντάρτες. Οι 5 Ασσαέλ κατεβαίνουν τρέχοντας την πίσω σκάλα, βγαίνουν στην αλάνα πίσω και γίνονται Λούηδες. Κάποια στιγμή, κάπου στη Μαρτίου, καταλαβαίνουν ότι για πρώτη φορά μετά από 1,5 χρόνο είναι όλοι μαζί στο δρόμο. Η κίνηση στο δρόμο έχει κάτι το ιδιαίτερο - κάτι φοβάται ο κόσμος. Ένα γερμανικό αυτοκίνητο περνάει γρήγορα. Φθάνουνε στο σπίτι τους στην Ανάληψη, είναι γεμάτο κόσμο, ως και στις σκάλες κάθονται. Πάμε στο πίσω σπίτι λέει ο παππούς μου. Το πίσω σπίτι ανήκε στο παππού μου και το νοίκιαζε χρόνια στην οικογένεια Π.  Χτυπάνε την πόρτα. Μάρκο, ζείτε! «Σε παρακαλώ, να μείνουμε λίγο μαζί σας; Δεν έχουμε που να πάμε και σε μια ώρα έχει απαγόρευση της κυκλοφορίας.».  «Αχ Μάρκο πολύ θα ήθελα να βοηθήσω αλλά φοβάμαι», λέει η επί πολλά χρόνια νοικάρισσα του παππού μου και του κλείνει την πόρτα στα μούτρα.
Οι πέντε Ασσαέλ τρομαγμένοι από το ξαφνικό κλείσιμο της πόρτας κοιτάζονται. Ο παππούς μου λέει: Κάποτε είχα βοηθήσει τον Κώστα Αθηρίδη σε μια δουλειά και μου είχε πει ότι δεν θα το ξεχάσει ποτέ, πάμε κάπου εδώ κοντά μένει. Χτυπάνε την πόρτα των Αθηρίδηδων, η κύρια Κίτσα ανοίγει (ζει ακόμα 101 χρόνων). «Κώστα, οι Ασσαέλ ζούνε, μπείτε μέσα». Σε λίγα λεπτά είχε στρωθεί μεγάλο τραπέζι και όλοι χαμογελούσανε στους δικούς μου. «Το σπίτι μου είναι και δικό σας» είπε ο Κώστας Αθηρίδης και παραχώρησε το υπνοδωμάτιο του στον παππού και στην γιαγιά μου, στον μικρό τους γιο τον Γρηγόρη  απαγόρευσαν να πάει στο σχολείο λόγω… «ιλαράς», φοβήθηκαν μην του ξεφύγει τίποτα. Δυο εβδομάδες κυλούνε και ένα πρωί έρχεται ο Κώστας και λέει. «Είστε ελεύθεροι οι Γερμανοί φύγανε.». Ελευθερία! μετά από 1,5 χρόνο κλεισμένοι σε ένα σπίτι τώρα οι 5 Ασσαέλ είναι ελεύθεροι και πηγαίνουν να δούνε το σπίτι τους, στην Όλγας 150 - στην Ανάληψη. Το βρίσκουν φίσκα από κόσμο, σε κάθε δωμάτιο μια οικογένεια. Τι θέλουμε εδώ; Το σπίτι μας είναι αυτό. Άσε τα ψέματα εβραίικο είναι και τους ιδιοκτήτες τους σκοτώσανε (από πληροφόρηση καλά πηγαίνανε). «Λυπούμαστε που σας στεναχωρούμε άλλα ζούμε και θέλουμε το σπίτι μας.». Με χίλια δυο κατόρθωσαν να πάρουνε ένα δωμάτιο, πίσω. Το σπίτι ήτανε λεηλατημένο - δεν υπήρχε τίποτα, όλα κλεμμένα. Ο πατέρας μου φεύγει βολίδα να συναντήσει την αρραβωνιαστικιά του την Λόλα, τόσες μέρες ζούσε με τη σκέψη πως θα ξανασυναντηθούνε. Παίρνει ένα μεγάλο μπουκέτο λουλούδια και χτυπάει τη πόρτα της, με πόση χαρά περίμενε να πέσει στην αγκαλιά της. Του ανοίγει ο αδελφός της. - Φρέντυ εσύ; «Η Λόλα που είναι;» -  Α...μένει με τον άνδρα της, έχει παντρευτεί…Ο πατέρας μου πετάει τα λουλούδια στο πάτωμα και φεύγει, πάλι καλά που δεν τους πρόδωσε - τόσα γράμματα της είχε στείλει.
             Εν το μεταξύ οι νοικάρηδες στο πίσω σπίτι είχαν πάθει κατάθλιψη. Τόσες χιλιάδες Εβραίους σκοτώσανε και οι ιδιοκτήτες του σπιτιού που νοικιάζανε να επιζήσουν. Μα τέτοια ατυχία. Από αυτούς παίρνει ο πατέρας μου κάποιες πληροφορίες για το ποιοι κάνανε πλιάτσικο στο σπίτι μας. Χτυπάει την πόρτα του αρχιπλιατσικατζή – ήταν ένας αξιωματικός της Χωροφυλακής. «Εγώ να κάνω πλιάτσικο; Με προσβάλλεις, φύγε από εδώ». Ο πατέρας μου πηγαίνει στο πιο κοντινό λόχο του ΕΑΜ, τους λέει την ιστορία και ο διοικητής του δίνει ένα αντάρτη, δυο μέτρα, πάνοπλο για....παρέα...με αυτόν ξαναχτυπάει την πόρτα. Όλο αγάπη τον υποδέχεται τώρα ο κλέφταρος. Ναι βέβαια σας φυλάξαμε πολλά πράγματα σας, ελάτε να σας τα δώσουμε...ως και τον βαρύ μπουφέ με τον καθρέφτη άθικτο είχαν κλέψει. Αφού βοήθησε και στην μεταφορά, ο ενάρετος αυτός συμπατριώτης μας  κάρφωσε και τους υπόλοιπους που είχανε κλέψει τα πράγματα του πατρικού σπιτιού μας.

Η κυρία Μαρία και ο Μανώλης Κονιόρδος τιμήθηκαν από το Γιαντ Βασέμ για την δράση τους στη κατοχή. Η Μαρία δεν ζούσε όταν έγινε η τελετή, ήρθε η κόρη της η Μαίρη και πήρε το μετάλλιο. Μετά τον πόλεμο ο πατέρας μου και ο παππούς μου της έδιναν κάθε μήνα ένα χαρτζιλίκι,  την θυμάμαι που ερχότανε: μια κοντή γυναίκα στα μαύρα, έμπαινε στο γραφείο του πατέρα μου και όλοι πεταγόντουσαν...Η Μαρία!, η Μαρία!....ο γιος της ο Αντώνης πέθανε νέος και δεν είχε παντρευτεί - πέθανε από το συκώτι του, διότι έπινε. Η Λουλού, αφού περίμενε τον Μανώλη να την ζητήσει σε γάμο έμαθε ότι… παντρεύτηκε άλλη και αυτή με τη σειρά της παντρεύτηκε τον Αλμπέρ Νισήμ, γιό του ιδιοκτήτη του ξενοδοχείου "Ματζέστικ". Πέθανε το 2007, σήμερα τα εγγόνια της ζουν στην Αμερική. Η Ζανίν ήτανε πολύ τυχερή, ένας Άγγλος στρατιώτης, που αρχικά σκόπευε την Λουλού, την παντρεύτηκε και πήγαν στο Λονδίνο. Μετά από λίγα χρόνια φτιάξανε 3 εργοστάσια πλεκτών - πλέξιμο ήτανε η βασική ασχολία των κοριτσιών στο σπίτι της Μαρίας. Έχει μια κόρη και αυτή 4 εγγόνια, όλα αγόρια. Η Ζανίν είναι η μόνη από τους πέντε που ζει ακόμα.




 


















Εικόνα 1. Φωτογραφία επάνω: Ίντα Ασσαέλ, φωτογραφία κέντρο αριστερά: Μάρκο Ασσαέλ, φωτογραφία κέντρο δεξιά: Φρέντυ Ασσαέλ, φωτογραφία κάτω αριστερά: Λουλού και Ζανίν Ασσαέλ, φωτογραφία κάτω δεξιά: τα τρία τέκνα Ασσαέλ.

Ένα σχόλιο

Οι Ασσαέλ αποφασίζουν με την προτροπή και την συνδρομή του Μανώλη Κονιόρδου να μην μπούνε στα τραίνα για την Πολωνία, αλλά να  κρυφτούν μέσα στην πόλη. Η  Μαρία θα τους κρατήσει, θα τους κρύψει στο σπίτι της και θα τους φυλάξει, σχεδόν, ως την απελευθέρωση. Μαζί με τον γιο της τον Αντώνη, δύο άτομα αυτοί,  θα γίνουν με τους πέντε Ασσαέλ ουσιαστικά  μία οικογένεια και διακινδυνεύοντας με τον ίδιο τρόπο να αποκαλυφθούν και να εκτελεσθούν και οι επτά, επέτυχαν  να σωθούν και έζησαν, μετά τον πόλεμο, σε μία ελεύθερη αλλά διαφορετική, από την προπολεμική, Θεσσαλονίκη.
Φως και σκότος όπως συχνά συμβαίνει με τα ανθρώπινα - ιδίως σε ταραγμένες εποχές - διατρέχει τα πρόσωπα και τις πράξεις των ανθρώπων όλο αυτό το δύσκολο διάστημα της κατοχής.
Με τη σειρά: φως είναι η παρουσία του Μανώλη Κονιόρδου, ο οποίος θα τους «πιέσει» να κρυφτούν και θα τους οδηγήσει στην Μαρία. Μετά θα έχει την ευθύνη, κρατώντας τις λίρες των Ασσαέλ, να  δραχμοποιεί σταδιακώς  από αυτές προκειμένου να αγοράζει η Μαρία τα τρόφιμα για τους ανθρώπους της. Θα τους επισκέπτεται ο ίδιος δύο φορές την εβδομάδα και αυτό τους δίνει κουράγιο και στην Λουλού  η παρουσία του σημαίνει κάτι πολύ περισσότερο απ’ ότι στους άλλους.  Ακόμα, όταν αποκαλύπτεται ότι κρύβει Άγγλους στρατιώτες και υποχρεώνεται να διαφύγει στην Νότια Ελλάδα, φροντίζει ένας «άγνωστος» να παραδώσει τις υπόλοιπες λίρες στην Μαρία – κίνηση απολύτως αναγκαία για την επιβίωση επτά ανθρώπων, οι οποίοι δεν είχαν άλλους πόρους στην διάθεσή τους.
Φως τα δύο τραγικά αδέλφια: ο Ιωσήφ Χαλεπλής και η Μαρίκα, καθώς και η Κατίνα στην Καλαμαριά, οι οποίοι όταν έπρεπε και για όσο διάστημα ήταν απαραίτητο κράτησαν, έκρυψαν και εστήριξαν τους Ασσαέλ. Και το φως συνεχίζει να θερμαίνει και να φωτίζει: Ο δικηγόρος Αλέκος Μποζάνης και η γυναίκα του θα τους βοηθήσουν με θερμό τρόπο και λίγο πριν την απελευθέρωση θα τους δεχτεί οικεία η οικογένεια του Κώστα Αθηρίδη. Αφήνω προς το τέλος την πολύ θετική παρουσία δύο Γερμανών αξιωματικών, οι οποίοι με τις παρεμβάσεις τους ανταπέδωσαν το καλό στον Φρέντυ, έσωσαν και τους πέντε την Άνοιξη του 1943 – λίγο πριν να περάσουν στην δικαιοδοσία της Μαρίας.
Τελευταία αλλά κορυφαία, η λαμπρή παρουσία της Μαρίας. Δέχεται, χάριν του Κονιόρδου, να τους κρατήσει, μέχρι εκείνος να τους τακτοποιήσει άλλού και σε λίγες μέρες, η ίδια, αποφασίζει και προτείνει να τους φυλάξει εκεί, στο σπίτι της, και ή να σωθούν όλοι ή να χαθούν και οι επτά μαζί.  Έχει ακριβή αντανακλαστικά, προγραμματίζει ότι πρέπει να κάνουν όλοι τους προκειμένου, με τον ασφαλέστερο τρόπο, να αποφύγουν οποιαδήποτε «ατύχημα» και βρίσκει γρήγορα  λύση στις απρόβλεπτες περιστάσεις της περιόδου - νομίζει κανείς ότι κινείται με έναν τρόπο αυτομάτως εμπειρικό, αλλά ταυτοχρόνως πάντα αποτελεσματικό. Γνωρίζει τον κίνδυνο, μαθαίνει τι συμβαίνει στην πόλη και τι πράξεις εκτελούν οι Γερμανοί και οι συνεργάτες τους, αλλά δεν νοιώθει και δεν μεταδίδει ποτέ τον πανικό. Απολύτως ψύχραιμη, αναλόγως με τις καταστάσεις σχεδιάζει ή αποφασίζει αμέσως,  όσα πρέπει να πράξουν οι έγκλειστοι, κυρίως, για να αποφύγουν να εκτεθούν.    Η Μαρία και ο γιος της ο Αντώνης τιμούν με την στάση τους και τις πράξεις τους το είδος τους, τιμούν τον άνθρωπο: στηρίζουν με κίνδυνο της ζωής τους τον συμπολίτη αλλόθρησκο, τον οποίον δέχονται κατ’ αρχήν χωρίς να τον γνωρίσουν και λίγο μετά, αφού δουν το πρόσωπό του, αποφασίζουν να διακινδυνεύσουν την ζωή τους μαζί του. Και αυτό, όπως φαίνεται, συμβαίνει με έναν τρόπο γήινο και ταπεινό.
Αισθάνομαι υπερηφάνεια για όλους αυτούς τους ανθρώπους του φωτός, χωρίς διάκριση μεγέθους προσφοράς: όλοι άπλωσαν τα χέρια τους, εσκέπασαν  και προστάτευσαν τους διωκομένους και τους έκρυψαν και τους φρόντισαν και τους έσωσαν από τα νύχια του θηρίου.
Σειρά έχει το σκότος: Οι γνωστοί Αλόις Μπρούνερ και Λάσκαρης Παπαναούμ και οι «άγνωστοι»: οι ενοικιαστές ενός μικρού  σπιτιού του παππού Ασσαέλ, οι οποίοι τους κλείνουν έξω από την πόρτα, όσοι λεηλάτησαν το σπίτι τους, ο ταγματάρχης της Χωροφυλακής, ο οποίος πιέζεται και αναγκάζεται να παραδώσει τα κλοπιμιαία, ενώ φροντίζει να τους δώσει τα ονόματα και άλλων οι οποίοι είχαν κλέψει από τα πράγματά τους.  Ένας αριθμός  στιγμάτων και μαύρων κηλίδων στην πίσω πλευρά από τη φωτεινή, συμπληρώνει όσα συνέβησαν στους Ασσαέλ τον ενάμιση χρόνο της ζωής τους, όταν υποχρεώθηκαν να κρυφτούν μέσα στην πόλη τους. Είναι φανερό, ότι εάν τοποθετήσει κανείς όσα συνέβησαν για να τους σώσουν και όσα  απείλησαν τις ζωές των – ανθρώπους και πράξεις -  στα δύο τάσια της ζυγαριάς της Δικαιοσύνης, τότε θα γύρει και θα χτυπήσει κάτω το πρώτο τάσι: Μία σειρά ανθρώπων στην περιφέρεια της Θεσσαλονίκης,  πτωχών ανθρώπων, δίνει παράδειγμα υψηλού ήθους και γενναίας στάσεως ζωής – σώζει τις ζωές πέντε αγνώστων αθώων συνανθρώπων τους, καθώς μία θηριώδης δύναμη έχει προγραμματίσει να τους εξοντώσει και  τους καταδιώκει για να το επιτύχει.     Η οικογένεια των Ασσαέλ είναι η δεύτερη οικογένεια, η οποία αποφάσισε να μην ακολουθήσει τα τραίνα και να κρυφτεί μέσα στην πόλη – είναι η δεύτερη οικογένεια εβραίων για την οποία μία σειρά χριστιανών συμπολιτών διακινδυνεύοντας, την βοήθησαν να σωθεί. Η άλλη είναι η οικογένεια του Χαΐμ Πάρδο, 5 άτομα και αυτοί . Όσοι γνωρίζουν καλά αυτό το θέμα θεωρούν ότι, δυστυχώς, οι εβραϊκές οικογένειες οι οποίες συνολικά εκρύβησαν μέσα στην πόλη και εσώθησαν, μετρούνται στα δάκτυλα της μιας χειρός. Η ιστορία όμως των Ασσαέλ, όπως και των Πάρδο, δείχνει ότι όταν μία οικογένεια εβραίων και μία οικογένεια χριστιανών αποφασίσουν να παραμερίσουν την παλαιά  μεταξύ τους καχυποψία και ψυχρότητα και συνάμα  να αντισταθούν από κοινού στον κατακτητή, τότε είναι εφικτό να συμβεί το θαύμα: να σωθούν  εβραϊκές οικογένειες και  μαζί χριστιανικές οικογένειες να φανούν άξιες του ονόματός τους. Σε αυτή την περίπτωση, όπως καταλαβαίνετε, σώζονται με διαφορετικό τρόπο εξίσου όλα τα μέλη κάθε τέτοιου ζεύγους οικογενειών. Οι εβραίοι διασώζονται στηριζόμενοι στον συνάνθρωπο και διαπιστώνουν ότι μπορούν να εμπιστευθούν τις ζωές των και τις ζωές των παιδιών τους  στον χριστιανό συμπολίτη – στον Έλληνα μίας άλλης θρησκείας. Οι χριστιανοί αναβαπτίζονται, ενήλικες τώρα, στην κολυμβήθρα του χρέους και της αγάπης απέναντι στον κινδυνεύοντα  συμπολίτη μίας άλλης θρησκείας επίσης.  
Είναι αλήθεια ότι υπάρχουν σειρές επιχειρημάτων - νομίζω πως σήμερα μπορεί κανείς να τα συγκεντρώσει στο σύνολο τους - με τα οποία υποστηρίζεται ότι είναι σχεδόν αδύνατον να συμβεί μία αποτελεσματική σειρά τέτοιων σωστικών ενεργειών. Η οικογένεια των Ασσαέλ, η οικογένεια της Μαρίας και οι φίλοι της Μαρίας, έδειξαν στην περίπτωσή μας τον διαφορετικό δρόμο. Πόσες οικογένειες θα μπορούσαν να είχαν σωθεί; μέχρις ενός σημείου, τόσες όσα και τα ζεύγη των οικογενειών τα οποία θα μπορούσαν να σχηματισθούν σε μία πόλη 250.000 κατοίκων: από το ένα μέρος η οικογένεια - σωτήρας και από το άλλο η οικογένεια των διωκομένων, πλησιάζουν σε μία σχέση στην οποία είναι φυσικό την πρώτη κίνηση να την κάνει ο πρώτος – αυτός ο οποίος θα απλώσει το χέρι του στον διωκόμενο και θα κάνει τον περισσότερο δρόμο μέχρι να συναντήσει τον συμπολίτη του – τον συνάνθρωπό του: τον αμήχανο τώρα, τον αλαφιασμένο, τον ταραγμένο, τον περικυκλωμένο, το παγιδευμένο  και χωρίς εμπνευσμένη καθοδήγηση τέκνο του Ισραήλ.               
Επί πλέον νομίζω ότι πρέπει να σημειώσω δύο θέματα σχετικά με την οικογένεια Ασσαέλ – το πρώτο: ο ρόλος του έρωτα και η τύχη των ερωτευμένων της οικογένειας. Το πρώτο ζευγάρι ερωτευμένων είναι ο Μανώλης και η Λουλού και το δεύτερο ο Φρέντυ και η Λόλα, «οι αρραβωνιασμένοι». Φαίνεται ότι ο έρωτας στηρίζει το πρώτο ζευγάρι καθώς και τον Φρέντυ κατά την διάρκεια της κατοχής. Μάλιστα σε εκείνες τις περιστάσεις, η παρουσία στις σκέψεις της Λουλούς και του Φρέντυ ενός ερωτικού προσώπου πρέπει  να είχε μεγάλη αξία και να στήριζε αποφασιστικά το μυαλό και την ψυχή, όταν κινδύνευε  να λυγίσει ή να σπάσει κάτω από το βάρος των πολύ δύσκολων συνθηκών.   Είναι αλήθεια ότι ο έρωτας θέρμανε τις ψυχές των δύο αδελφών κατά την διάρκεια του υποχρεωτικού εγκλεισμού τους, αλλά δεν υπήρξε καλός μαζί τους όταν, ελεύθεροι, θα μπορούσαν να τον ζήσουν με τα πρόσωπα που ονειρεύτηκαν – δεν ευτύχησαν οι έρωτες των δύο  Ασσαέλ και όπως ενίοτε  συμβαίνει, η αστοχία και στις δύο περιπτώσεις υπήρξε τραυματική. Αυτά βέβαια με τον έρωτα συμβαίνουν και σε ειρηνικές περιόδους, κάποτε μάλιστα σε αυτές εκτυλίσσονται και πιο σκληρές συμπεριφορές.
Το δεύτερο θέμα της οικογενείας, στο οποίο θέλω να αναφερθώ είναι εκείνη η παράξενη συνάντηση. Ένα βράδυ η Ίντα σήκωσε το σπίτι με τις φωνές της: είπε ότι είδε και συνομίλησε με μία γυναίκα, η οποία ήταν στην κουζίνα – στο χώρο στον οποίο ξάπλωναν τα τρία παιδιά της. Ο κ. Ανδρέας Ασσαέλ σημειώνει στο κείμενο τις διαφορετικές δυνατές, κατά την εκτίμησή του,  ερμηνευτικές εκδοχές του γεγονότος, ενώ επιλέγει ότι η γιαγιά του, όσο ζούσε,  επέμενε πάντοτε να υποστηρίζει την αλήθεια της πρώτης αφηγήσεώς της. Αισθάνομαι υποχρεωμένος να σημειώσω ότι πιστεύω και εγώ απολύτως όσα υποστήριξε η Ίντα Ασσαέλ εκείνο το βράδυ και ακολούθως δέχομαι και εκτιμώ την σταθερή επιμονή της στην αλήθεια του συμβάντος. Την πιστεύω αφενός επειδή υπήρξε μητέρα και στην συνέχεια  γιαγιά - τότε προστάτευε τα τρία παιδιά της -  και αφετέρου επειδή  την πίστεψε αμέσως η Μαρία, μία συνετή και ιδιαιτέρως ψύχραιμη παρουσία. Δύο διαφορετικής τάξεως, παιδείας, και θρησκείας γυναίκες, συμφώνησαν στην ερμηνεία ενός γεγονότος. Ποια ήταν η γυναίκα την οποία είδε εκείνο το βράδυ η Ίντα; Αυτή, η οποία πίστευσαν, η Μαρία και η Ίντα, ότι τους επισκέφτηκε εκείνο το βράδυ μαζί με τον μικρό γιο της. Αυτήν πιστεύω και εγώ ότι είδε η Ίντα Ασσαέλ – εξάλλου, όπως διαβάσατε παραπάνω,  αυτή η γυναίκα είπε στην Ίντα ότι θα την σώσει και την έσωσε.    




Εικόνα 2.  Οι φωτογραφίες από τα διαβατήρια της Ρασέλ Ασσαέλ πριν και μετά τον γάμο της.

Επιλογικά.

Όλα ξεκίνησαν από τα δύο διαβατήρια της Ραχήλ [Λουλού] Ασσαέλ, τα οποία ευρέθησαν στα χέρια μου. Θεέ μου! σκέφτηκα, όταν είδα τις φωτογραφίες, τι όμορφη γυναίκα. Αυτά τα δύο διαβατήρια έγιναν η αφορμή να ξανασυναντηθώ μετά από πολλά χρόνια με τον Ανδρέα Ασσαέλ, τον ανεψιό της Ραχήλ. Επειδή θα δημοσίευα τα διαβατήρια, τον παρακάλεσα να γράψει εκείνος ένα κείμενο για την θεία του. Ο Ανδρέας είχε την εξαιρετική ιδέα να γράψει για την Λουλού [Ραχήλ] και για την οικογένειά του, τους Ασσαέλ,  και να περιγράψει περιεκτικά, όσα έζησαν τα μέλη της οικογενείας του  κατά το διάστημα από τον Απρίλιο του 1943 μέχρι το τέλος Οκτωβρίου του 1944.
Το κείμενο, όπως το έγραψε ο Ανδρέας, μοιάζει να μεταφέρει τον προφορικό λόγο ενός από τους διασωθέντες Ασσαέλ:  παρατακτικές φράσεις, οι οποίες χωρίζονται από τον τρόπο και τον χρόνο διαρκείας της  αναπνοής του αφηγητή, συνοπτική εκφορά του λόγου, αδρή καταγραφή των σημαντικοτέρων συμβάντων της περιόδου και αποφυγή ιδιαιτέρως επικριτικού λόγου, εναντίον των αδυνάμων.   Τα συνταρακτικά γεγονότα, τα οποία έζησαν οι εβραίοι κατά την διάρκεια της κατοχής, με την αφήγηση πέρασαν και σημάδεψαν με ανάλογο τρόπο την πρώτη γενιά των απογόνων, η οποία με την σειρά της  τα αφηγείται,  αναλογικώς, περίπου όπως αν τα είχε ζήσει η ίδια. Επιμένοντας, ακόμα μία φορά: όσα εβίωσαν οι γονείς υπήρξαν τέτοια, ώστε δεν είναι δυνατόν ο χρόνος ο οποίος εν τω μεταξύ μεσολάβησε να τα έχει απομειώσει  και να τα έχει λειάνει με τέτοιον  τρόπον, ούτως ώστε να έχουν μείνει, κυρίως, ως ιστορικό υλικό.   Και αυτό δεν ξέρω αν θα συμβεί και πότε θα μπορέσει να συμβεί σε αυτή την περίπτωση – πόσος χρόνος θα χρειαστεί να περάσει μέχρι ο λόγος να απομακρυνθεί από την πύρινη φλόγα που έκαυσε την κοινότητα σχεδόν στο σύνολό της και να αφηγηθεί με λελογισμένη θέρμη, όσα συνέβησαν στους εβραίους της Θεσσαλονίκης από τον Φεβρουάριο του 1943 μέχρι την Άνοιξη του 1945.
Είναι αλήθεια ότι θα μπορούσε  κάποιος από τους Ασσαέλ, με όσα έζησαν  εκείνη την περίοδο, να γράψει ένα βιβλίο και θα έπρεπε να το είχε κάνει. Αλλά και κάποιος από τους απογόνους της οικογενείας θα μπορούσε  να το γράψει - να μείνουν, κοινό κτήμα,  όσα έχει διασώσει αθροιστικά η οικογενειακή μνήμη. 
Τώρα, προς το παρόν, ο Ανδρέας,  με αυτό το εξαιρετικό κείμενο δίνει με τον πυκνότερο δυνατό τρόπο τις αδρές γραμμές της οικογενειακής ιστορίας, η οποία αποτελεί μία συνιστώσα της ιστορίας της Κοινότητας και ταυτοχρόνως της πόλης – αποτελεί, από μόνη της, μία βαρύνουσα ιστορία της κατοχής στην πατρίδα μας.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου